- ηδυμανής
- ἡδυμανής, -ές (Α)ο γεμάτος γλυκιά μανία, τρέλα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ-* + -μανής < μαίνομαι (πρβλ. γυναι-μανής, ερω-μανής, θεο-μανής)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἡδυμανής — full of sweet frenzy masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡδυμανῆ — ἡδυμανής full of sweet frenzy neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἡδυμανής full of sweet frenzy masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἡδυμανής full of sweet frenzy masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-μανής — (Α μανής) β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών που ανάγεται σε θ. μαν τού μαίνομαι* (πρβλ. μανία) και χαρακτηρίζει άτομα που κατέχονται από μεγάλη επιθυμία, που επιδιώκουν μανιωδώς ή που τούς αρέσει υπερβολικά κάτι.Σύνθετα σε μανής: ανδρομανής,… … Dictionary of Greek
ηδυ- — (AM ἡδυ ) τύπος στον οποίο εμφανίζεται το επίθ. ηδύς ως α συνθετικό λέξεων και δηλώνει ότι αυτό το β συνθετικό: α) είναι γλυκό («ηδύγευστος», «ηδύχυμος») β. είναι ευχάριστο, τερπνό, απολαυστικό («ηδύγλωσσος», «ηδυμελής») γ. γίνεται με γλυκό τρόπο … Dictionary of Greek